- πίτυος
- πίτυςpinefem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πίτυος — Πίτυς pine masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Pitsunda — ( ab. ПиUnicode|ҵунда, Georgian: ბიჭვინთა Bichvinta ru. Пицунда, ) is a resort town in Gagra district of the Republic of Abkhazia. It is situated on the shore of the Black Sea 25 km south from Gagra.The town was founded by the Greeks in the 5th… … Wikipedia
PINEA Corona — Panis olim fuit. Silius Ital. l. 13. v. 331. Cingit acuta comas et opacat tempora pinus, Ac parva erumpunt rubicundâ cornua fronte. Quae proin καλὸς ςτέφανος, pulchra corona, dicitur Philostrato, in Imagin. Hinc et hircus ei offerendus apud… … Hofmann J. Lexicon universale
Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
μελάνδρυος — μελάνδρυος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρα φύλλα, όπως η δρυς («πίτυος ἐκ μελανδρύου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, + ανος + δρυος (< δρῦς, δρυός)] … Dictionary of Greek
πίτυς — ος, η, ΝΜΑ 1. είδος πεύκου γνωστό και ως κουκουναριά ή στοφιλιά ή ήμερο πεύκο, ψηλό δέντρο που από νεαρή ηλικία παίρνει χαρακτηριστικό σχήμα ομπρέλας, που τό διακρίνει από τα άλλα ελληνικά πεύκα 2. φρ. «χαλέπειος πίτυς» είδος δέντρου εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
πιτυΐς — ίδος, ἡ, Α 1. σπόρος τού κώνου τής πίτυος 2. ρητίνη από την πίτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πιτυρ ίς)] … Dictionary of Greek
φθίρ — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Βοιωτούς) «ὁ τῆς πίτυος καρπός» … Dictionary of Greek